επαισθητός

επαισθητός
-ή, -ό(ν)
1. αυτός που γίνεται αισθητός, αντιληπτός με τις αισθήσεις
2. αξιοσημείωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστ. Α. Σίμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευεπαίσθητος — εὐεπαίσθητος, ον (Α) ο ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αισθητός (< επ αισθάνομαι), πρβλ. αν επαίσθητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”